τριγυρνάω

τριγυρνάω
τριγυρνάω / τριγυρνώ, τριγύρισα, τριγυρισμένος βλ. πίν. 70
——————
Σημειώσεις:
τριγυρνάω : από τις έννοιες του τριγυρίζω (με το οποίο θεωρείται ισοδύναμο, γι' αυτό επικρατεί ο αόρ. σε -ισα) έχει κυρίως την έννοια περιφέρομαι, γυρίζω από δω και από κει.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριγυρνώ — τριγυρνάω / τριγυρνώ, τριγύρισα, τριγυρισμένος βλ. πίν. 70 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γκομενίζω — 1. ψάχνω για γκόμενα 2. τριγυρνάω με γκόμενες …   Dictionary of Greek

  • πτώσσω — Α 1. (για ζώα και πτηνά) ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο («πτώσσουσαν ὥστε πέρδικα», Αρχίλ.) 2. (για πρόσ.) φοβάμαι, κρύβομαι ή δραπετεύω από φόβο (α. «ὤμοι, Τυδέος υἱέ... τί πτώσσεις;» Ομ. Ιλ. β. «πτώσσειν ὑπ ἀσπίδος», Τυρτ.) 3. φοβάμαι κάποιον ή… …   Dictionary of Greek

  • ρέμβομαι — ΜΑ, και μόνον στην αρχ. ῥέμβω Α 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρνάω άσκοπα ή απογραμμάτιστα (α. «χρόνον γάρ τινα ἔξω ῥέμβεται», ΠΔ β. «ῥεμβόμενος ἀπὸ τοῡ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων», Πλούτ. γ. «τὸ μὲν κάλλος ἐκ φύσεως ἔχουσαν, κακῶς δὲ… …   Dictionary of Greek

  • ρεμβεύω — Α ῥέμβομαι*, τριγυρνάω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέμβομαι κατά τα ρ. σε εύω] …   Dictionary of Greek

  • τριγυρνώ — και τριγυρνάω Ν βλ. τριγυρίζω …   Dictionary of Greek

  • τριγυρίζω — τριγυρίζω, τρυγύρισα, τριγυρισμένος βλ. πίν. 33 και πρβλ. τριγυρνάω / τριγυρνώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”