τριγυρνώ — τριγυρνάω / τριγυρνώ, τριγύρισα, τριγυρισμένος βλ. πίν. 70 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γκομενίζω — 1. ψάχνω για γκόμενα 2. τριγυρνάω με γκόμενες … Dictionary of Greek
πτώσσω — Α 1. (για ζώα και πτηνά) ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο («πτώσσουσαν ὥστε πέρδικα», Αρχίλ.) 2. (για πρόσ.) φοβάμαι, κρύβομαι ή δραπετεύω από φόβο (α. «ὤμοι, Τυδέος υἱέ... τί πτώσσεις;» Ομ. Ιλ. β. «πτώσσειν ὑπ ἀσπίδος», Τυρτ.) 3. φοβάμαι κάποιον ή… … Dictionary of Greek
ρέμβομαι — ΜΑ, και μόνον στην αρχ. ῥέμβω Α 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρνάω άσκοπα ή απογραμμάτιστα (α. «χρόνον γάρ τινα ἔξω ῥέμβεται», ΠΔ β. «ῥεμβόμενος ἀπὸ τοῡ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων», Πλούτ. γ. «τὸ μὲν κάλλος ἐκ φύσεως ἔχουσαν, κακῶς δὲ… … Dictionary of Greek
ρεμβεύω — Α ῥέμβομαι*, τριγυρνάω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέμβομαι κατά τα ρ. σε εύω] … Dictionary of Greek
τριγυρνώ — και τριγυρνάω Ν βλ. τριγυρίζω … Dictionary of Greek
τριγυρίζω — τριγυρίζω, τρυγύρισα, τριγυρισμένος βλ. πίν. 33 και πρβλ. τριγυρνάω / τριγυρνώ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής